Μετάνοια (1)

1 year ago

Μετανοέω (-ώ) σημαίνει: μεταβάλλω σκέψιν ή γνώμην, σκέπτομαι αλλέως. (Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης Ι. Σταματάκου). Στην Καινή Διαθήκη αυτή η πράξη φανερώνει μια αλλαγή προς το καλύτερο.

Loading comments...